- τοὐπέκεινα
- ἐπέκεινα , ἐπέκειναon yonder sideindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επέκεινα — (AM ἐπέκεινα) επίρρ. φρ. «το επέκεινα» ο άλλος κόσμος, η άλλη ζωή αρχ. μσν. 1. πέρα («ἐπέκεινα τῶν ἐκβολῶν αὐτοῡ») 2. (για μελλοντικό χρόνο) από τώρα και μετά («ἀφίημι ἀπὸ σήμερον καὶ ἐπέκεινα», ΠΔ) 3. (με άρθρο) τὸ ἐπέκεινα το πέρα μέρος… … Dictionary of Greek